μεσίστιος

μεσίστιος
-α, -ο
για σημαίες και σήματα που είναι υψωμένα ως τη μέση του ιστού σε ένδειξη πένθους: Για το θάνατο του πρωθυπουργού οι σημαίες κυμάτιζαν μεσίστιες.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • μεσίστιος — α, ο (για σημαίες ή σήματα) 1. αυτός που είναι υψωμένος ώς τη μέση τού ιστού σε ένδειξη πένθους («μεσίστια σημαία»·) 2. αυτός που βρίσκεται μεταξύ δύο ιστών («μεσίστιο σύσπαστο»). επίρρ... μεσιστίως και ια με μεσίστιο τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο)… …   Dictionary of Greek

  • μεσ(ο)- — (ΑM μεσ[ο]) Α και μεσσο και μεσαι ) α συνθετικό πολλών λ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. μέσ(σ)ος*. Οι ελάχιστοι τ. με α συνθετικό μεσαι (πρβλ. μεσαι πόλιος, μεσαι πόλος, μεσαί γεως) οφείλονται σε τεχνητή ανάπτυξη μακράς… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”