- μεσίστιος
- -α, -ογια σημαίες και σήματα που είναι υψωμένα ως τη μέση του ιστού σε ένδειξη πένθους: Για το θάνατο του πρωθυπουργού οι σημαίες κυμάτιζαν μεσίστιες.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.